- σήμερα
- σήμερον ΝΜΑ, και σήμερις και σήμερο και λόγιος τ. σήμερον Ν, και δωρ. τ. σάμερον και αττ. τ. τήμερον και τήμερα Αεπίρρ. αυτή την ημέρα, την παρούσα ημέρα, σε αντιδιαστολή προς τη χθεσινή και προς την αυριανή (α. «δεν θα τελειώσουν τη δουλειά σήμερα» β. «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῑν σήμερον», ΚΔγ. «νῡν μὲν παύσωμεν πόλεμον και δηϊοτῆτα σήμερον» Ομ. Οδ.)νεοελλ.1. στην εποχή μας («σήμερα έχουν αλλάξει οι συνθήκες»)2. (με ουδ. άρθρ.) το σήμερατο παρόν, σε αντιδιαστολή προς το χθες, δηλαδή το παρελθόν, και το αύριο, δηλαδή το μέλλον3. φρ. α) «σήμερα οχτώ - σήμερα δεκαπέντε» — μία ή δύο εβδομάδες πριν ή μετά από σήμεραβ) «σήμερα - αύριο» — από τη μια μέρα στην άλλη, πολύ σύντομαγ) «σήμερα είμαστε - αύριο δεν είμαστε» — η ζωή είναι πολύ σύντομηνεοελλ.-μσν.φρ. «η σήμερον ημέρα» ή, απλώς, «η σήμερον» — σήμερα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το χρον. επίρρ. σήμερον έχει σχηματιστεί < ΙΕ μόριο *ke- / *ki- + ἡμέρα κατά τα ουδ. σε -ον (πρβλ. αὔρι-ον). Το μόριο *ke- / *ki- είναι ενδεικτικό για αντικείμενα κοντινής απόστασης (βλ. και λ. εκεί). Ο τ. τήμερον είναι αττ. και αναλογικά προς αυτόν σχηματίστηκε το επίρρ. τῆτες*. Η Νέα Ελληνική χρησιμοποιεί τον τ. σήμερα, κατά τα επιρρ. σε -α].
Dictionary of Greek. 2013.